Αϊόβα

Αϊόβα
η [πολιτεία]
Iowa n [Bundesstaat]

Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αϊόβα — (Iowa). Πολιτεία (145.753 τ. χλμ., 2.923.179 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Πρωτεύουσα είναι η Ντε Μουάν (Des Moines, 198.682 κάτ. το 2000). Την ονομασία της οφείλει στην ινδιάνικη λέξη αϊόβα, που σημαίνει ωραία χώρα. Έγινε ομόσπονδη πολιτεία των ΗΠΑ, το …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιλινόις — (Illinois). Πολιτεία (145.933 τ. χλμ., 12.600.620 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ, στο κεντροανατολικό τμήμα τους, στο λεκανοπέδιο του Μισισιπή. Πρωτεύουσα είναι η πόλη Σπρίνγκφιλντ (Springfield, 152.000 κάτ. το 2000). Συνορεύει Α με την Ιντιάνα, Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Μισισιπής — (Mississippi). Υδρογραφικό σύστημα (συνολικό μήκος 5.970 χλμ., λαμβανόμενο από την πιο απομακρυσμένη πηγή του Μισούρι, τη Ρεντ Ροκ Τζέφερσον). Σχηματίζεται από τον μέσο και κατώτερο ρου του Μισισιπή και από τον ρου του Μισούρι, του μεγαλύτερου… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • δίπτερος — I (dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ,… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Άλεν, Τζέιμς Άλφρεντ — (James Alfred Van Allen, 1914 –). Αμερικανός φυσικός. Έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε τις περιοχές ακτινοβολίας που είναι γνωστές ως ζώνες ακτινοβολίας Β.Ά. Πήρε το διδακτορικό του από το κρατικό πανεπιστήμιο της Αϊόβα των ΗΠΑ. Στη συνέχεια,… …   Dictionary of Greek

  • Γκραντ Ρίβερ — (Grand River).Ονομασία ποταμών των ΗΠΑ. 1. Στην κεντρική Αϊόβα. Εκρέει στον ποταμό Μισούρι. Έχει μήκος 480 χλμ. 2. Στη βορειοανατολική Γιούτα. Παλαιά ονομασία της άνω ροής του ποταμού Κολοράντο έως τη συμβολή του με τον ποταμό Γκριν. 3. Στο… …   Dictionary of Greek

  • Γουισκόνσιν — (Wisconsin). Ομόσπονδη πολιτεία (141.712 τ. χλμ., 5.440.290 κάτ. το 2002) των βόρειων ΗΠΑ, στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών. Βρέχεται Β από τη λίμνη Σαπίριορ και Α από τη λίμνη Μίσιγκαν· συνορεύει με τις πολιτείες Μίσιγκαν στα Β, Μινεσότα στα Δ,… …   Dictionary of Greek

  • Κάρβερ, Τζορτζ Ουάσιγκτον — (George Washington Carver, Μισούρι 1864 – 1943). Αμερικανός γεωπόνος και χημικός. Σπούδασε στο αγροτικό κολέγιο της Αϊόβα. Σε αυτόν οφείλεται η εισαγωγή της καλλιέργειας των αραχίδων (μονοετές φυτό που παράγει τα αράπικα φιστίκια) στις ΗΠΑ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”